- φορτσάτος
- -η, -ο, και διαλ. τ. φορτσάδος, -α, -ο, Νορμητικός, γρήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzato].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορτσάτος — ο βλ. φορτσάδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτσάδος — α, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. φορτσάτος … Dictionary of Greek
φορτσάδος — φορτσάδος, ο και φορτσάτος, ο (για άνεμο), δυνατός, σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, φουριόζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)